- κανονίδι
- (I)τοσυνεχής κανονιοβολισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. -ίδι (II)* (πρβλ. μπουν-ίδι, τουφεκ-ίδι)].————————(II)το κανόνι (II)*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. -ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν-ίδι, στασ-ίδι)].
Dictionary of Greek. 2013.