κανονίδι

κανονίδι
(I)
το
συνεχής κανονιοβολισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. -ίδι (II)* (πρβλ. μπουν-ίδι, τουφεκ-ίδι)].
————————
(II)
το κανόνι (II)*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. -ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν-ίδι, στασ-ίδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κανονίδι — το συνεχής κανονιοβολισμός: Άρχισε πάλι το κανονίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • κανονιοβολισμός — ο βολή τηλεβόλου, κανονίδι: Παραδόθηκαν όλοι, όταν άρχισε ο κανονιοβολισμός του φρουρίου τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”